- ψιλοκοσκινίζω
- ψιλοκοσκινίζω, ψιλοκοσκίνισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ψιλοκοσκινίζω — Ν 1. κοσκινίζω με ψιλό κόσκινο («ψιλοκοσκινίζω το αλεύρι) 2. μτφ. λεπτολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + κοσκινίζω] … Dictionary of Greek
ψιλοκοσκινίζω — ψιλοκοσκίνισα, ψιλοκοσκινίστηκα, ψιλοκοσκινισμένος 1. κοσκινίζω κάτι με πολύ λεπτό κόσκινο: Είναι ψιλοκοσκινισμένο το αλεύρι. 2. λεπτολογώ: Μην τα ψιλοκοσκινίζεις τα πράγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιλοκοσκίνισμα — το, Ν [ψιλοκοσκινίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψιλοκοσκινίζω … Dictionary of Greek
διαττώ — διαττῶ ( άω) (Α) κοσκινίζω καλά, ψιλοκοσκινίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. (δια ) ττάω ανάγεται σε τ. *τFαyω < ΙΕ *tuā «κοσκινίζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. titau «κόσκινο» λιθ. tvoju «μάχομαι», αν και σημασιολογικώς διαφορετικό από το ελλ. διαττάω)] … Dictionary of Greek
επιλεπτύνω — (Α ἐπιλεπτύνω) [επίλεπτος] νεοελλ. κάνω κάτι πιο λεπτό αρχ. 1. ψιλοκοσκινίζω 2. αλείφω ελαφρά την επιφάνεια 3. υποδιαιρώ … Dictionary of Greek
κατασμικρίζω — (Α) υποτιμώ, υποβιβάζω, καταφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σμικρίζω «ψιλοκοσκινίζω»] … Dictionary of Greek
λεπτολογώ — έω και άω (AM λεπτολογῶ, έω) [λεπτολόγος] εξετάζω κάτι με κάθε λεπτομέρεια και με πολλή ακρίβεια, εξονυχίζω, ψιλολογώ, ψιλοκοσκινίζω («μην τά λεπτολογείς πολύ τα πράγματα, γιατί δεν υπάρχει λόγος») μσν. διηγούμαι ή περιγράφω κάτι με λεπτομέρειες … Dictionary of Greek
προδιαττώ — άω, Α κοσκινίζω κάτι προηγουμένως («προδιαττῶ πυρόν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαττῶ «ψιλοκοσκινίζω»] … Dictionary of Greek
ψιλο- — Ν α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο ψιλός* και δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) έχει μικρό πάχος ή μικρή διάμετρο, είναι λεπτός ή πολύ μικρός (πρβλ. ψιλο αλεσμένος, ψιλό γνεθος, ψιλό φλουδος) β) υπάρχει ή… … Dictionary of Greek
ψιψιρίζω — ισα, εξετάζω κάτι με υπερβολική προσοχή, λεπτολογώ, ψιλοκοσκινίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)